ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ “ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ” ΤΟΥ 2ου ΣΔΕ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ “ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ” (ΦΥΛΑΚΕΣ) ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΣΔΕ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ

ΕΝΑ PROJECT, ΜΑ ΤΙ PROJECT;

Δυο λόγια για το σχέδιο δράσης με θέμα την επικοινωνία που έτρεξε στο
2ο ΣΔΕ Κορυδαλλού Γεώργιος Ζουγανέλης

Οι [φυλακισμένοι] έχουν παθολογικοποιηθεί και δαιμονοποιηθεί στην κυρίαρχη κουλτούρα
ως άνθρωποι κατεστραμμένοι, που πρέπει να «αναμορφωθούν» με βάση το πρότυπο του
καλού πολίτη μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Διαφωνώ. Θεωρώ πως αυτοί οι άνθρωποι και
οι στιγμές που δημιουργούν πρέπει να αποτελέσουν τον θεμέλιο λίθο, πάνω στον οποίο
θα χτίσουμε μια καλύτερη κοινωνία“.

ΝΤ. ΧΑΝΤΕΡ “CHAV/Αλληλεγγύη από τα υπόγεια” (2022) ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ

 

ΕΝΑ PROJECT, ΜΑ ΤΙ PROJECT;

Δυο λόγια για το σχέδιο δράσης με θέμα την επικοινωνία που έτρεξε στο
2ο ΣΔΕ Κορυδαλλού Γεώργιος Ζουγανέλης

 

οι [φυλακισμένοι] έχουν παθολογικοποιηθεί και δαιμονοποιηθεί στην κυρίαρχη κουλτούρα ως άνθρωποι κατεστραμμένοι, που πρέπει να «αναμορφωθούν» με βάση το πρότυπο του καλού πολίτη μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Διαφωνώ. Θεωρώ πως αυτοί οι άνθρωποι και οι στιγμές που δημιουργούν πρέπει να αποτελέσουν τον θεμέλιο λίθο, πάνω στον οποίο
θα χτίσουμε μια καλύτερη κοινωνία.

ΝΤ. ΧΑΝΤΕΡ “CHAV/Αλληλεγγύη από τα υπόγεια” (2022) ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ

 

Εν αρχή ην τα εμπόδια

Στην αρχή οι δάσκαλοι είπαν πως θα κάνουμε μία άσκηση στη δημοσιογραφία. Δεν ξέραμε τί σημαίνει αυτό στην πράξη. Ξέραμε ότι είμαστε θυμωμένοι επειδή στις τηλεοράσεις φτάνουν μόνο θέματα που πουλάνε: τα λουξ κελιά, τα μαχαιρώματα, πότε πήρε ο ένας κι ο άλλος διάσημος μεταγωγή. Τίποτα γι’ αυτά που στ’ αλήθεια θα έπρεπε η κοινωνία να γνωρίζει. Τίποτα για τον συνωστισμό που μεγάλωνε σε συνθήκες πανδημίας, τους μήνες που τρώμε περιμένοντας το δικαστήριο, τον αποκλεισμό από την επαφή με την οικογένεια, τους δικαστές που δικάζουν πριν ακούσουν. Όσοι έρχονταν κατά καιρούς να ερευνήσουν και να γράψουν για τη φυλακή είτε είχαν πρόσβαση σε προσεκτικά επιλεγμένους χώρους είτε, με το κόψε ράψε, έκαναν τα λόγια μας αγνώριστα. Κάποιοι υποθέσαμε ότι ίσως οι δάσκαλοι θα μίλαγαν για εμάς, για τις συνθήκες που βιώνουμε. Μας ξεκαθάρισαν πως όχι. Το θέμα ήταν εμείς τι θέλαμε να κάνουμε. Το μόνο για το οποίο ήμασταν σίγουροι ήταν ότι ΑΝ δοκιμάζαμε να γράψουμε, δε θα θέλαμε να κόψουμε τίποτα. Γρήγορα καταλάβαμε, ότι έλειπαν άλλα πολλά που η δημοσιογραφία απαιτεί.

Δεν υπήρχαν, ας πούμε:

(1) Μια γωνιά να μπορεί να μαζέψει κανείς το μυαλό του. Στις πτέρυγες γινόταν αρκουδόγαμος.

(2) Τρόποι να επικοινωνήσουμε με τον έξω κόσμο. Δεν έχουμε πρόσβαση στο διαδίκτυο και συχνά δεν υπήρχε ούτε καν στο γραφείο των δασκάλων πρόσβαση.

(3) Ελευθερία λόγου. Δεν είναι μόνο η φυλακή που την περιορίζει. Οι μήνες αυτοί μας έφεραν αντιμέτωπους με πολλά και διαφορά επίπεδα ελέγχου που δεν είχαμε σκεφτεί ότι λειτουργούν. Έλεγχος του λόγου από εμάς τους ίδιους (αυτολογοκρισία). Έλεγχος από τον διπλανό μας που είναι μέσα πιο πολλά χρόνια/ξέρει τους κινδύνους καλύτερα. Έλεγχος από τους από πάνω μας. Όπως είπε κάποιος στην Αντιγόνη και τον Γιώργο και όλοι έγνεψαν: «Εσείς οι έξω είναι εύκολο να μιλήσετε. Εμείς αν μιλήσουμε σήμερα εδώ, αύριο μπορεί να ξυπνήσουμε στην Κέρκυρα».

Ξέραμε, λοιπόν, από τον τρίτο κιόλας μήνα ότι δε θα πέρναγε εύκολα η φωνή μας τους τοίχους. Στα εγκαίνια του μονοθέσιου Δημοτικού των φυλακών την πνίξαμε στο ίδιο μας το προαύλιο τη φωνή μας ακούγοντας από «επίσημα» χείλη ότι «δε θέλουμε όλοι να σωφρονιστούμε». Σαν να το ήξερε, λίγες μέρες πριν ο Ρόνι μας είχε φέρει από τις πτέρυγες την πρώτη σχετική μαρτυρία.

 

Να που δεν είμαστε (οι) μόνοι…

Κάποιοι από μας συναντήσαμε τη μέρα εκείνη στο προαύλιο τη δημοσιογράφο της Εφ.Συν., Ντίνα Δασκαλοπούλου, και μοιραστήκαμε μαζί της την απογοήτευσή μας για την ευκολία με την οποία άνθρωποι που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης κρίνουν όχι μόνο τις τύχες, αλλά και τις προθέσεις μας. Όταν της εξηγήσαμε τι project κάναμε, εκείνη αναρωτήθηκε «πώς είναι δυνατόν να κάνεις δημοσιογραφία, αν δεν νιώθεις ελεύθερος ούτε στον χώρο που βρίσκεσαι να μιλήσεις ανοιχτά;». Μας έβαλαν τα λόγια της σε σκέψεις. Εμείς είχαμε τη φυλακή κατά νου κι εκείνη τους περιορισμούς, τους καταναγκασμούς και την αυτολογοκρισία που αντιμετωπίζουν ακόμα κι οι επαγγελματίες της δημοσιογραφίας.

Ήταν η δεύτερη φορά που καταλαβαίναμε ότι, όχι μόνο για εμάς που είμαστε κλεισμένοι, αλλά και για τους δημοσιογράφους που ασκούν ένα λειτούργημα που προστατεύεται από το Σύνταγμα, η ελευθερία είναι άπιαστο πουλί.

Δύο μήνες πριν είχαμε καλέσει τον Μάριο Λώλο να μιλήσει στο σχολείο για την εμπειρία του ως μάχιμου φωτορεπόρτερ επί δεκαετίες. Μας μίλησε για την πάλη του φωτορεπόρτερ με την εξουσία, πάντα και παντού. Για την ελευθερία που κοστίζει ακριβά. «Έχω καλύψει πολέμους και πολέμους», είπε. «Κινδύνεψα πιο πολύ στο κέντρο της Αθήνας, στο Σύνταγμα». Φεύγοντας του ζητήσαμε να μας μάθει και τα πρακτικά της τέχνης της φωτογραφίας. Είπε ναι, αμέσως. Υπό έναν όρο. «Ότι θα έρθω πρώτα χωρίς κάμερα, να σας γνωρίσω. Να δω τη φυλακή μέσα από τα μάτια σας».

 

Ο Μάριος Λώλος ανάμεσα στους μαθητές, στην αίθουσα του Δημοτικού

 

Αναζητώντας τον χαμένο συνομιλητή…

Η χρονιά έτρεξε γρήγορα και η επίσκεψή του Μάριου δεν πρόλαβε να γίνει. Τα λόγια του μας έμειναν, όμως. Από τη μέρα εκείνη αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι και χωρίς να κρατήσουμε κάμερα ποτέ, χωρίς καν να κρατήσουμε μια σημείωση στο μπλοκ μας, ίσως μπορούσαν κάποιες από τις σκέψεις και τις αγωνίες μας να περάσουν τους τοίχους, μέσα από τα μάτια και τα στόματα άλλων ανθρώπων. Τότε αποφασίσαμε να αφήσουμε κατά μέρος τη δημοσιογραφία και να εστιάσουμε στο να τους συναντήσουμε. Ποιους, όμως, ανθρώπους; Και πώς;

Η ομάδα που πρώτη μας τράβηξε την προσοχή ήταν οι δάσκαλοι. Εκείνοι που επιλέγουν τη φυλακή συστηματικά, εκείνοι που μπαίνουν για πρώτη φορά μέσα να διδάξουν, αλλά και εκείνοι που θα το απέφευγαν. Μεταξύ των ερωτήσεων που ψάχνουν ακόμα απαντήσεις είναι κι αυτές:

Πως αισθάνεται κανείς όταν πρωτομπαίνει στη φυλακή να διδάξει; Είναι διαφορετικό το ΣΔΕ της φυλακής από τα έξω ΣΔΕ; Διδάσκουμε με άλλο τρόπο εδώ και εκεί; Νιώθουμε ποτέ απειλή όσο είμαστε μέσα; Τι μας ρωτάνε οι άνθρωποι όταν ακούνε τι δουλειά κάνουμε; Προσφέρει το Κράτος τους ίδιους πόρους στα μέσα και τα έξω σχολεία; Μας αντιμετωπίζει ωραία (το Κράτος) ως δασκάλους; Τι θα θέλαμε να πούμε στον έξω κόσμο για το ΣΔΕ Κορυδαλλού, αν είχαμε την ευκαιρία;

Αναζητώντας ανθρώπους στους οποίους θα άξιζε να τεθούν οι ερωτήσεις, αρχίσαμε να δεχόμαστε, παράλληλα, ερωτήσεις προς τους μαθητές. Ο σχεδιασμός της συνάντησης μπορεί για τυπικούς λόγους να αργούσε, αλλά από την ώρα που τη βάλαμε ως στόχο δεν ήμασταν πια με άδεια χέρια.

Ιδού μερικές απαντήσεις των μαθητών στις ερωτήσεις που μετέφεραν οι δάσκαλοι την περίοδο εκείνη.

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ «ΑΠ’ ΕΞΩ»

 

  • Ποιο είναι το δικό σου “παραθυράκι” για να βρίσκεις δύναμη και κουράγιο τις δύσκολες ώρες;
  • Η υπομονή. Η οικογένεια. – Οι άνθρωποι που μας δίνουν κίνητρα για να βγούμε. – Στόχοι. Ελπίδα. – Καλοσύνη. – Το διάβασμα. (Τί διαβάζεις;) Διαβάζω το βιβλίο «Η κατάσκοπος» του Κοέλιο. Το προηγούμενο που διάβασα ήταν «Ο μοναχός που πούλησε τη Ferrari του». Πολύ ωραίο βιβλίο. Μιλάει για πολλά. Δύναμη σώματος, ψυχής. Πώς θα γίνεις καλύτερος άνθρωπος.

 

  • Tι γίνεται με εκείνες τις ημέρες που δεν έχεις καμία διάθεση να αλλάξεις; Τί επηρεάζει τις σκέψεις που κάνεις για τη ζωή σου μετά;
  • Το πιο δύσκολο είναι όταν πάμε στα δικαστήρια και μας δικάζουν με ενδείξεις. Όταν λένε ψέματα οι αστυνομικοί. Δεν ακούγεται ο λόγος μας εκεί. Μόνο τα λεφτά περνάνε. – Το μαρούλι. – Το κασέρι. (γέλια και μετά σιωπή) – Δεν υπάρχει σωφρονισμός. Εκδίκηση υπάρχει. Σωφρονισμός είναι να κάνεις τον άνθρωπο καλύτερο. Να τον στηρίξεις. – Μας κάνουν χειρότερους. – Πολλές φορές, ακόμα κι όταν μιλάμε με την οικογένεια κρύβουμε τη στεναχώρια, την κακοτυχία, για να νιώσουν εκείνοι καλά. Τις μέρες που έχω τις μαύρες μου κάθομαι στο κρεβάτι και δε θέλω να μιλήσω σε κανέναν.

 

  • Πόσο σε έχει βοηθήσει ψυχολογικά η επιστροφή στα θρανία;
  • Πολύ γιατί σκεφτόμαστε τον έξω κόσμο. Λέμε τα προβλήματά μας. Αλλά ακούμε και τί γίνεται έξω. Δεν είναι τα θρανία, η επικοινωνία είναι. – Το μόνο καλό μέσα στη φυλακή είναι το σχολείο. (Γιώργος: Όταν έρχεσαι!) (γέλια) Μέσα στο κακό συνέβη και το καλό. Όταν απογοητεύεσαι θες μόνο να κοιμάσαι. Είχα διακοπή ποινής και μου την κόψανε. Τί να έρθω να κάνω στο σχολείο; – Μπορεί να μη με βγάλει κάπου εξωτερικά. Εσωτερικά ανάβει μία σπίθα, όμως.

 

  • Έχει βοηθήσει καθόλου το σχολείο να γίνει η κράτησή σου πιο δημιουργική και εκτός των ωρών του σχολείου ή όταν επιστρέφεις στις πτέρυγες ξεχνιέται το σχολείο εντελώς;
  • Με βοηθάει γιατί το σκέφτομαι και εκεί. Αλλά οι συνθήκες είναι τέτοιες που δεν μπορώ να διαβάσω, να κάτσω να γράψω τις σκέψεις μου. – Το σχολείο βοηθάει. Αλλά όταν πάω στην πτέρυγα έχω άλλα προβλήματα. Να μαγειρέψω, να δω τι φάω. Να μιλήσω με τους δικούς μου. Να τους καθησυχάσω. – Εκεί έχεις άλλο πρόγραμμα. – Εγώ το σκέφτομαι και το βράδυ: «Τι θα μάθω άραγε το πρωί;». Δεν είναι μόνο το μεροκάματο. Ήξερα τα μονά, αλλά όχι τα ζυγά. Εδώ τα έμαθα. Και με ρωτάει κι ο πατέρας μου: «Πας ακόμα σχολείο;» Προσπαθώ. Ξεφεύγει το μυαλό θέλεις δε θέλεις. Το θέμα είναι να το πιάσεις, να μην ξεφύγει.

 

  • Καταφέρνεις να μελετάς εκτός των ωρών του σχολείου; Κάτω από ποιες συνθήκες; Έχεις χώρο να γράψεις (γραφείο); Πρόσβαση σε βιβλία; Πώς σε αντιμετωπίζουν οι άλλοι κρατούμενοι όταν μελετάς;
  • Έρχεται ο Τζίμης, με βλέπει και μου λέει: «Α! Θα κάνεις μάθημα εσύ;» (γκριμάτσα κοροϊδευτική) (γέλια) – Νομίζω ότι πολλοί θα θέλανε να διαβάσουν, αλλά δεν το επιτρέπουν οι συνθήκες. – Πρέπει να ασχοληθείς λίγο με τον εαυτό σου. Να περπατήσεις, να κάνεις ένα μπάνιο. – Μόνο αν σβήσει το φως. – Όποιος θέλει, βρίσκει χρόνο. – Μην κρίνεις εσύ από τον συγκελίτη σου. – Και να διαβάσεις σου γίνεται το μυαλό έτσι (νεύμα ότι γίνεται χάος) γιατί γίνεται αρκουδόγαμος εκεί μέσα. – Δεν είναι ότι σε κοροϊδεύουν. Θα έρθουν να σου μιλήσουν. Μετά το κλείνεις. Τί να κάνεις; Να τον γράψεις; – Αν υπήρχε ένας χώρος. Να ήταν κλειστός, ήσυχος… Τα περισσότερα κελιά έχουν πάνω από δύο ανθρώπους. Πώς να διαβάσεις ποίηση; – Φιλόσοφε, άκου εδώ. 12-1.30 το βράδυ διαβάζω. Ό,τι θέλω το κάνω. – Ρε παιδιά, να είμαστε λογικοί. Αν διάβαζα τόσο πολύ έξω δε θα ‘μουν φυλακή. – Μην το λες αυτό.

 

  • Πώς είναι να μην ξέρει κάποιος τη γλώσσα ενώ είναι φυλακή; Γνωρίζεις κάποιον που έμαθε να διαβάζει και να γράφει ενώ ήταν μέσα;
  • Έμαθε στην προηγούμενη φυλακή ο συγκάτοικός μου ελληνικά. Το μόνο που έμαθε στη φυλακή. (Πώς τα έμαθε;) Ρώταγε. Όταν έβλεπε τηλεόραση. Όταν έπρεπε να γράψει για τον μπακάλη. Από ανάγκη. Μετά χωρίσαμε. Δε θα έχει πλέον βοήθεια. – Γι’ αυτούς που δεν ξέρουν τη γλώσσα είναι δύσκολα. Δεν ξέρουν αν πήραν μεροκάματα. Πώς λειτουργεί το σύστημα. Ακόμα και με τον δικηγόρο. Στην Γ’, για παράδειγμα, είχα ένα παιδί που δεν ήξερε. Πώς θα πάει στο ιατρείο; Στον μπακάλη; Στηρίζεσαι διαρκώς στους άλλους. Δύσκολο να ρωτάς. Δεν μπορείς να τους ρωτήσεις όλους. Να πάω, λες, σ’ αυτόν που είναι πιο μαλακός. Αν πας πάλι στον ίδιο, δεν είναι ότι θέλει να σε διώξει, αλλά έχει και τα δικά του. – Εγώ εδώ έμαθα να γράφω με μικρά γράμματα- δεν ήξερα. – Εγώ έγραφα τα αλβανικά στα ελληνικά – Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει λύκειο. Οι πιο πολλοί Έλληνες έχουν τελειώσει γυμνάσιο. Επίτηδες το κάνουν. Επειδή, αν το βάλουν, θα πάρουν μεροκάματα και θα βγουν πιο γρήγορα. Δε θέλουν.

 

  • Έχεις γίνει εσύ ποτέ δάσκαλος για κάποιον άλλο κρατούμενο;
  • Ναι, πολλές φορές. – Για έναν υπόδικο κρατούμενο που είναι πρώτη φορά μέσα. Δεν ξέρει τη φυλακή. Τον καθοδηγείς. – Ας πούμε να μην ασχολείται με κουτσομπολιά. Όχι νταραβέρια. Να μη μπαινοβγαίνει σε κελιά. Να κοιτάει το πρόγραμμά του. – Διδάσκεις τους άγραφους νόμους της φυλακής. – Την ομερτά, δηλαδή. Ήρθε φοβισμένος ένας φίλος από το χωριό μου. «Μη φοβάσαι, όσο είσαι μαζί μου», του είπα. – Τον σεβασμό διδάσκεις. Η ζωή είναι αριθμητική. Ό,τι δίνεις, παίρνεις. Ο χαρακτήρας δεν αλλάζει. Αν κάποιος θέλει να μάθει είναι ένας χώρος που μπορεί να μάθει αρκετά. Είναι εύκολο να διδάσκεις κάποιον. Να σου πω «Μη γράφεις τώρα. Σταμάτα. Φτάνει!» Το να μαθαίνεις είναι το δύσκολο. Το να θέλεις να μάθεις. – Η φυλακή είναι το μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο στη ζωή. Απλά δεν υπάρχει δίπλωμα. – Με τον χρόνο διαλέγουμε. – Και έξω έτσι γίνεται. (Ed) Εδώ είναι περισσότερο. – «Φωλιά δασκάλων, αγέλη λύκων».

 

Ώρα για τετ-α-τετ

Γύρω στον Μάρτη καταλάβαμε ότι τα να τα λέμε μεταξύ μας (ή με τους έξω δι’ αντιπροσώπου) δεν είχε πλέον νόημα και αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες μιας αληθινής συνάντησης. Να μη θέτουμε ερωτήσεις από μακριά, να μην αφήσουμε κανέναν διαμεσολαβητή να μεταφέρει τις απαντήσεις στη θέση μας. Ούτε να συναντηθούμε εικονικά «σαν να συναντηθήκαμε» θέλαμε. Θέλαμε να συναντηθούμε. Στον ίδιο χώρο και χρόνο. Με τα σώματά μας, τις σιωπές και τα βλέμματα. Τρισδιάστατοι άνθρωποι. Ολόκληροι. Όχι κεφάλια που μιλάνε σε οθόνες.

Το συζητήσαμε και αποφασίσαμε από όλες τις επιλογές που είχαμε να απευθυνθούμε σε συμμαθητές και δασκάλους ενός “ελεύθερου” Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Και ο κλήρος έπεσε στο ΣΔΕ Αγίων Αναργύρων. Ο Γιώργος και η Αντιγόνη πήγαν να δώσουν την πρόσκληση και ο διευθυντής του, Βαγγέλης Κάλιοσης, κατέβασε χωρίς να το πολυσκεφτεί όλο το σχολείο στην αίθουσα εκδηλώσεων και μιλούσαν για δύο ολόκληρες ώρες για εμάς και το σχολείο μας. Για τις δυσκολίες της κράτησης, τι σημαίνει να επιστρέφει κανείς στα θρανία ενώ κρατείται κι έχει στο νου του χίλια δυο. Με ποιες συνθήκες μελετάμε. Τί ελπίζουμε. Πώς διαβάζουμε. Αν μας αλλάζει η φυλακή και πώς; Τί σχέδια έχουμε για μετά. Και χίλια δυο άλλα που δε χωράνε εδώ.

Η πρόσκληση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και στα τέλη του Μάη υποδεχθήκαμε στο προαύλιο του Σχολείου τις συμμαθήτριες και τον συμμαθητή μας, τον Πέτρο. Το πρώτο που άκουσαν με το στόμα ανοιχτό ήταν ότι για όσους μείνουμε μέσα μετά το ΣΔΕ δεν υπάρχει Λύκειο. Αυθόρμητα η Έφη πετάχτηκε τη μέρα εκείνη και είπε ότι τα έξω ΣΔΕ θα έπρεπε κανονικά να διαμαρτυρηθούν γι’ αυτή την αδικία.

Χωρίς κανείς να έχει προετοιμάσει τους υπόλοιπους μαθητές του σχολείου για την επίσκεψη οι καρέκλες άρχισαν να πληθαίνουν, στρώθηκε και ένας μακρύς, αυτοσχέδιος μπουφές ανάμεσά μας και ο Παντελής Μνηματίδης, εκπαιδευτικός στο ΣΔΕ Αγίων Αναργύρων, έδωσε με το ανέκδοτό του για τον κεφτέ που κανείς δε θέλει να πάρει όσο είναι τα φώτα αναμμένα αλλά γίνεται ανάρπαστος με τα φώτα κλειστά, το σήμα για το κέρασμα.

Πολύ λίγα προλάβαμε τη μέρα εκείνη να πούμε στο προαύλιο με λόγια, αλλά με έναν μαγικό τρόπο επικοινωνήσαμε. Και εκείνοι που ήταν πιο μπροστά κι εκείνοι που έμειναν πιο πίσω και δε μίλησαν συμφώνησαν ότι το σχολείο μας πρέπει συχνότερα να ανοίγει, όχι μόνο σε επίσημους, αλλά σε απλούς ανθρώπους. Χωρίς πρωτόκολλα και λόγους εκφωνημένους από βάθρα, έτσι απλά να συναντιόμαστε, πρόσωπο με πρόσωπο.

Εκείνη τη μέρα κάποιοι ανατρέξαμε στους τίτλους που είχαμε δώσει την επομένη των εγκαινίων του δημοτικού που είχαν ξεκινήσει από το ίδιο προαύλιο:

Αόρατοι μαθητές

Όλα δουλεύουν ρολόι

Σε κάθε φυλακή υπάρχει εκκλησία. Δεν υπάρχει, όμως, σχολείο

Συνειδητοποιήσαμε πόσο διαφορετικοί θα ήταν οι τίτλοι που θα δίναμε, αν μας το ζητούσαν, για τη σημερινή συνάντηση με τις συμμαθήτριες και τον συμμαθητή μας από το έξω ΣΔΕ…

Τις επόμενες εβδομάδες γράμματα πήγαν και ήρθαν μεταξύ των δύο σχολείων. Να ένα από τα δικά μας.

 

Όλοι επέμειναν ότι η συνάντηση αξίζει να επαναληφθεί, όχι σε ένα αόριστο μέλλον, αλλά φέτος, τώρα. Το συντομότερο. Και τέλη Ιούνη, στην τελευταία συνάντηση του project υποδεχθήκαμε τους συμμαθητές μας στο σχολείο ξανά. Αυτή τη φορά συναντηθήκαμε πρώτα στην τάξη, σαν να κάναμε μάθημα όλοι μαζί, αλλά μάθημα που το καθοδήγησαν οι μαθητές και όχι οι δάσκαλοι.

Η Βασιλική που μας εκμυστηρεύτηκε ότι ονειρεύεται να γίνει δασκάλα διάβασε ένα κείμενο με θέμα τον καθημερινό ρατσισμό, που είχε επιλέξει για την τάξη μας. Πήγε να συγκινηθεί, πήγε να το μαζέψει, και η Αντιγόνη της θύμισε ότι οι δάσκαλοι δε μιλάνε μόνο με λόγια αλλά και με συναισθήματα. Μερικές φορές, κυρίως με αυτά. Γι’ αυτό να μη μαζέψει τίποτα. Ο Έλτον και ο Φρέντυ συμφώνησαν.

Ο Φρέντυ είπε: «Είναι σημαντικό να το σπάμε αυτό που βλέπουν σε μας κάποιοι, ότι χαλάμε την κοινωνία. Κάναμε ένα λάθος και το πληρώνουμε με το πιο ακριβό νόμισμα που υπάρχει. Με μέρες από τη ζωή μας… που πάνε και δεν ξαναγυρνάνε».

Ο Έλτον είπε: «Βλέπω που συγκινείστε. Και σκέφτομαι, δες, υπάρχει και τέτοιος κόσμος. Όταν πάμε στο δικαστήριο βλέπουμε άλλους ανθρώπους στην έδρα. Χωρίς στάλα συναίσθημα. Μου κάνει απορία.»

Ο Παντελής είπε: «Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν πάρουν ξαφνικά εξουσία, αλλάζουν». Και ο Τζίμης πρόσθεσε: «Και ο φυλακιζόμενος όταν πάρει εξουσία, αλλάζει». Η Μάρτζυ είπε ότι και μόνο που τους έχουν βάλει ψηλά τους δικαστές και μας κοιτάνε (όλοι έχουμε πάει για κάποιο λόγο σε δικαστήριο), παίζει τον ρόλο του. Ο Παντελής είπε ότι δεν έχει να κάνει με το επάγγελμα. Και ένα ψαράδικο ξέρει που ο ιδιοκτήτης έχει βάλει τον πάγκο ένα μέτρο πιο ψηλά από τα σκαμπώ των πελατών. Δεν έχει να κάνει ποιος είσαι και τι επάγγελμα κάνεις. Καθένας μπορεί να επιλέξει να κοιτάζει τον κόσμο αφ’ υψηλού. «Γι’ αυτό στα σχολεία διεκδικούμε πια να καθόμαστε στο ίδιο επίπεδο και σε κύκλο», είπε η Μάρτζυ. «Αλλάζει την ψυχολογία ο τρόπος που καθόμαστε», είπε ο Πέτρος. Κοιταχτήκαμε έτσι καθισμένοι γύρω γύρω που ήμασταν σαν να γνωριζόμαστε καιρό. Κι έπειτα πήγε η κουβέντα πάλι στη φυλακή.

Ρωτήσαμε πώς τους φαίνεται που επέστρεφαν. Η Έφη είπε: «Πριν έρθουμε το σκεφτόμουν αλλιώς. Α!, έλεγα. Ο Κορυδαλλός! Φυλακή! Άσχετο για ποιο λόγο είναι ο καθένας σας. Φυλακή, πάντως. Που σημαίνει: Ωπ! Μέχρι εκεί.» (χαράζει ένα φανταστικό όριο στον αέρα) «Άλλοι αυτοί. Άλλη εγώ. Όταν μας δόθηκε η ευκαιρία να έρθουμε έπαψε να ισχύει αυτό. Όταν περάσαμε την τελευταία πόρτα. Δεν είμαι τώρα στη φυλακή. Αυτό σκέφτηκα. Τώρα είμαι σε σχολείο».

 

Η Νατάσα που δεν κατάφερε να έρθει στη δεύτερη επίσκεψη είχε γράψει ένα γράμμα για εμάς και είχε ετοιμάσει χειροποίητα σημειώματα με φράσεις και στιχάκια που ξεχώρισε. Διαλέξαμε στην τύχη από ένα, μετά και δεύτερο, και είχαν πέσει όλα τους μέσα.

Ο Έλτον διάβασε, ας πούμε, δυνατά: Ο Θεός έβαλε τα μάτια μας μπροστά γιατί ξέρει ότι δεν έχει νόημα να κοιτάμε πίσω. 

Η Μάρτζυ Γανώση, εκπαιδευτικός στο ΣΔΕ Αγίων Αναργύρων που είχε επιμείνει πολύ για την επανάληψη της επίσκεψης είπε ότι φεύγοντας, μετά την πρώτη φορά δε μπορούσε να βγάλει τα πρόσωπα του προαυλίου από το μυαλό της. Και την άλλη μέρα το ίδιο της είπαν οι μαθήτριες. Η Χριστίνα είπε ότι θα ήθελε να μπορούσε τη δεύτερη φορά να φέρει και τα παιδιά της μαζί και αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν ακούγαμε συχνότερα το λόγο των γονιών μας. Αν θα αποφεύγαμε, άραγε, «τα μεγάλα λάθη». Η Αλεξάνδρα είπε ότι τα θέλω μας δεν είναι τα θέλω των παιδιών μας και ότι, ως γονείς, πρέπει να είμαστε και στα λάθη των παιδιών μας εκεί. «Όταν μεγάλωναν τους έλεγα, να είναι πάντα το λάθος σου δικό σου». Η Μάρτζυ είπε στο τέλος ότι το λάθος είναι κομμάτι της ελευθερίας που έχουμε ως άνθρωποι και δεν έχει να κάνει με το αν είμαστε υπάκουοι ή όχι, στην όποια εξουσία.

Στη δεύτερη γύρα ανάγνωσης ο Ergys διάβασε από τα χέρια της Νατάσας:

Αλλάζει ο άνθρωπος, φίλε μου. Aλλά θέλει πολλή αγάπη, πολύ πόνο για να γίνει.

 

Μετά φάγαμε γλυκά, γελάσαμε με τις ιστορίες της Χριστίνας, η ώρα πέρναγε. Μας κάλεσαν στο προαύλιο για τα εγκαίνια του «Κορυδαλλός Beach Bar», μπαράκι κατασκευασμένο με πλαστικά μπουκάλια και όνειρα για τα καλοκαίρια που οπωσδήποτε θα ‘ρθουν, από την ομάδα του άλλου project του σχολείου που συντόνισαν με αγάπη και καμάρι η Μαρία Λαμπίρη και η Δήμητρα Καμπουράκη. Βγήκαμε ευχαρίστως. Θα τέλειωνε έτσι κι αλλιώς η συνάντηση. Είχαμε κρατήσει ήδη τα σημαντικά και θα τα πάρουμε και οι δύο ομάδες μαζί μας για πολύ πολύ καιρό. Η κοινωνία εκεί έξω είναι μεγάλη και έχει όλων των ειδών τους ανθρώπους, όπως και η κοινωνία εδώ μέσα. Διαλέγουμε κόσμο και προς τα εκεί προχωράμε. «Να κοιτάς εκεί που θες να πας. Αλλιώς θα πας εκεί που κοιτάς», λέει ένα ρητό.

Δεν προλάβαμε, εννοείται, να πούμε όσα θέλαμε. Δε θα ΄φταναν γι’ αυτό ούτε δέκα συναντήσεις. Κάναμε, όμως, την αρχή και υποσχεθήκαμε να συναντιούνται τα δύο σχολεία, πιο τακτικά από του χρόνου. Δε θα ‘μαστε, βέβαια, οι ίδιοι. Μακάρι απ’ τους δικούς μας ειδικά μαθητές, του 2ου ΣΔΕ Κορυδαλλού, κανείς να μην τηρήσει το ραντεβού που δώσαμε. Μακάρι να βρεθούμε ξανά όλοι στην ελευθερία. Να πιούμε αναψυκτικό από ντενεκεδάκι, να μιλήσουμε σαν να γνωριζόμαστε από καιρό και να βρούμε αυτά που μας ενώνουν απέναντι σε όσους στέκονται από επιλογή και μας κοιτάνε από «ψηλά».

Ως τότε, στέλνουμε τους πιο εγκάρδιους χαιρετισμούς στους συμμαθητές μας από το ΣΔΕ Αγίων Αναργύρων και από όλα τα άλλα ΣΔΕ, ελεύθερα και έγκλειστα, που αυτές τις μέρες αποφοιτούν. Αντί άλλου αναμνηστικού κρατάμε τις φωτογραφίες, τους κυκλωτικούς χορούς που δεν αποτύπωσαν οι φωτογραφίες και τις αστείες φυλακίστικες ιστορίες που καταγράψαμε μια φορά από τις πολλές που δεν είχαμε καμία μα καμία όρεξη για «μάθημα». Σας τις χαρίζουμε. Και σας ευχαριστούμε. Να έχετε πάντα την καρδιά σας ανοιχτή.

 

ΑΣΤΕΙΕΣ ΦΥΛΑΚΙΣΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Πραγματικές ιστορίες και θρύλοι από τις Ελληνικές φυλακές, ειπώθηκαν και καταγράφηκαν από τους μαθητές στο projectδημοσιογραφίας που πραγματοποιήθηκε στο 2ο ΣΔΕ Κορυδαλλού τη σχολ. χρονιά 2021-2022. Τα πρόσωπα και τα κελιά είναι τυχαία και φανταστικά. Σε όλες τις δομές αναγκαστικής συμβίωσης ανθρώπων (στρατόπεδα, φυλακές, φοιτητικές εστίες κτλ) πολλές φορές λαμβάνουν χώρα “τελετουργίες μύησης” των νεοεισερχόμενων. Συνήθως έχουν τη μορφή πλάκας μιας και ο “νέος” δεν γνωρίζει κανόνες, συνήθειες, τυπολογίες και η ψυχική του κατάσταση είναι αρκετά επιβαρυμένη. Στις φυλακές να υπενθυμίσουμε ότι απαγορεύονται από τον σωφρονιστικό κώδικα τα κινητά, τα αιχμηρά μεταλλικά αντικείμενα, τα σκοινιά, οι σκάλες. Επίσης οι κρατούμενοι αν καταφέρουν και μπουν σε κάποια εργασία μέσα στη φυλακή μειώνουν την ποινή τους λόγω του ότι εργάζονται.

Ο τροχός και η σκάλα

 Σκυφτός,  δυό σακούλες σούπερ μάρκετ στο χέρι με τα λίγα ρούχα που πρόλαβε να του δώσει η μάνα του, διστακτικός, εμφανίζεται στην πόρτα του 15 ο Λιάκος. Πρώτη φορά φυλακή. Προχτές ακόμη, έπινε μπύρες με τα φιλαράκια. Πως να το πιστέψει;

– Πως σε λένε ρε μάγγα;

– Λιάκο με λένε, είμαι φίλος του Τσεκούρη.

Τον Τσεκούρη τον ήξερε από μια μικροαπατεωνιά που είχαν σκαρώσει το καλοκαίρι. Αυτός κανόνισε να τον φέρουν στο 15. Χωρατατζής ο άτιμος, έξω καρδιά αλλά πολύ ταλαιπωρημένος ο τρελο-Τσεκούρης. Ίσως, όσο μεγαλύτερες δυσκολίες, βία, απομόνωση βιώνει κάποιος, τόσο περισσότερο να έχει την αίσθηση του πηγαίου χιούμορ.

– Κάθεσαι στο κρεβάτι αυτό, πάνω, του λέει ο Τσεκούρης.

Συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς πολλά, πολλά. Τέσσερα άτομα στο κελί και η συμβίωση ήδη φαντάζει βουνό. Οι άλλοι δύο δε μίλησαν. Φοβήθηκε και να τους κοιτάξει στα ίσια. Πολλά τατουάζ ρε φίλε, πολύ μπράτσο κι αγριάδα.

Πού να κλείσει μάτι ο Λιάκος. Έχει και την Ελενίτσα καρφωμένη στο μυαλό του και αυτόν το μαλάκα το τζιτζιφιόγκο με το ΚΤΜ που τη γυροφέρνει. «Και τώρα τι κάνουμε όπως τα κατάφερες ρε Λιάκο;» σκέφτεται.

Το πρωί όλα πρωτόγνωρα. Ρουφάει με όλες τις αισθήσεις του κάθε πληροφορία που πέφτει στην αντίληψή του. Ο Τσεκούρης, από την άλλη, δε θα άφηνε με τίποτα τέτοια ευκαιρία για πλάκα. Άλλωστε, είναι και οι καζούρες μέρος της διαδικασίας μύησης στη φυλακή.

– Ρε μαλάκα Λιάκο, πήγαινε ρε στον Καπέ στο 54 να μου φέρεις τον τροχό και τη σκάλα, ευκαιρία τώρα που είσαι εδώ και πιάνουν τα χέρια σου να κόψουμε τα κρεβάτια στο κελί να τα κάνουμε μονά. Του λέει ο Τσεκούρης. Οι άλλοι, δε χρειάστηκε δεύτερη, ανασήκωσαν τα φρύδια από τον πρωινό φραπέ στο πλαστικό που έπιναν. Τεντώθηκαν, θα έπεφτε γέλιο σε λίγο. Ο Λιάκος στη σκηνή, πρωταγωνιστής, να παίζει τέλεια χωρίς καν να έχει υπόψη το σενάριο. Αντεστραμμένο θέατρο. Οι γύρω-γύρω, ο χορός και οι θεατές να γνωρίζουν και να περιμένουν, ενώ ο Λιάκος αγαθός και αστείος να μην ξέρει τη συνέχεια. Καπνός, χωρίς δεύτερη κουβέντα, έγινε, ο Λιάκος για το 54. Ο Καπέςτόπιασε αμέσως και μπήκε στο παιχνίδι. Τον ήξερε άλλωστε ο Τσεκούρης, γι αυτό και έστειλε εκεί τον Λιάκο.

– Ρε μαγκίτη, τα έδωσα προχθές στον Βαλάντη, να εκεί απέναντι έξω από το κελί του είναι. Του λέει και κλείνει το μάτι στον Βαλάντη.

– Έλα ρε αδερφέ, του λέει ο Βαλάντης – μόλις τον ρώτησε – έσταζε η σωλήνα στο 95 και τα πήραν χθες το βράδυ. Πάει στο 75, ο Δημήτρης από κει τον στέλνει στο 69 και σε λίγο όλος ο όροφος της ακτίνας έχει μπει στο κόλπο και περιμένουν όλοι να ξεσπάσουν τα λυτρωτικά γέλια.

Μπαλάκι ο έρημος ο Λιάκος, από τον έναν στον άλλον, και γύρω-γύρω με δυσκολία να κρατιόνται τα γέλια. Κάτι πήγε να ψυλιαστεί, αλλά τι να πει; Να γυρίσει πίσω άπραγος; Απόρησε, άργησε, αλλά το πήρε γραμμή. Οι άλλοι κράταγαν τις κοιλιές τους από τα γέλια. Ευκαιρία να σπάσει λίγο η μούχλα εκεί μέσα. Το παιξε τσαντισμένος ο Λιάκος, στην πραγματικότητα του άρεσε το θέατρο που έπαιξε, χωρίς να ξέρει. Πήγε, δήθεν, να ζητήσει το λόγο, ε, τι να κάνει για να μη φανεί ότι τα χάφτει όλα.

Έφαγε μια δυο φιλικές σφαλιάρες από το Τσεκούρη.

Χρόνια μετά, θα το διηγούνταν στις παλιοπαρέες έξω.

Κινητό

Στη συμμορία ο Σάμαρης ήταν αυτός που δεν κώλωνε να πάρει ρίσκα. Τώρα, προφυλακισμένος βλέπει πως είναι η φυλακή που τόσα έχει ακούσει από τους μεγαλύτερους. Μοναδική εμπειρία, βαριά η πρώτη νύχτα, άυπνος, ταλαιπωρημένος, αλλά το πρωί στο άνοιγμα όλες οι αισθήσεις του είναι σε εγρήγορση. Αποφεύγει να κοιτάζει στα ίσα, ζυγίζει με προσοχή τις κινήσεις του. Με την άκρη του ματιού βλέπει κάποιους με κινητό. Πάρα δίπλα άλλον ένα.

Επιστρατεύει όλο το θάρρος του, κοζάρει τον Τάκη που παίζει το μπεγλέρι του χαλαρός και του φαίνεται ότι δεν είναι και τόσο βλοσυρός, πηγαίνει πλάι του, μην του κόβει το οπτικό πεδίο.

– Αδελφέ, είμαι καινούριος, να σε ρωτήσω κάτι, αν δεν ενοχλώ;

– Τέλος πάντων, ήδη ενόχλησες αλλά ρίχτο.

– Ξέρω ότι απαγορεύονται τα κινητά, αλλά είδα κάποιους που έχουν. Τι παίζει;

Ο  Τάκης δε θα άφηνε την ευκαιρία για λίγη χαλάρωση, όλο τα ίδια και τα ίδια, να σκάσει λίγο το χειλάκι του.

– Νέος ε; Ρε μάγκα, πήραν απόφαση κάνα δυο βδομάδες τώρα ο δ/ντής με τον αρχιφύλακα να τα επιτρέψουν. Άλλωστε, απ΄ ότι μαθαίνουμε, ετοιμάζεται ο υπουργός να το περάσει και στον σωφρονιστικό κώδικα.

– Μα, εμένα μου το κράτησαν, όταν μπήκα προχθές.

– Έλα ρε! Να πας να το ζητήσεις. Κανένας μαλάκας υπάλληλος στο παιξε εξουσία και καλά.

Μια και δυό, δεν ήθελε και πολύ ο Σάμαρης, παίρνει το ύφος του διαμαρτυρόμενου, του αδικημένου και πάει στο φύλακα μπροστά στην κικλίδα. Από κοντά κι ο Τάκης, έτσι, για να περάσει την ώρα του με την πλάκα που έστησε.

– Υπάλληλε, θέλω το κινητό μου.

– Άσε μας, ρε φίλε τέτοια ώρα, όρεξη έχεις;

– Γιατί, αφού επιτρέπεται, πάρε τηλέφωνο να μου το φέρουν.

– Εσύ δεν πας καλά, άντε πήγαινε μέσα, έχω και δουλειά.

– Υπάλληλε! Μπορεί να ήρθα τώρα, αλλά δεν θα με κοροϊδέψετε.

– Θα φωνάξω τον αρχιφύλακα, τράβα σου λέω, για δείτε ρε που θέλει και κινητό!

– Γιατί, αφού είδα κάποιους που έχουν!

Ωχ ωχ, χτύπησε καμπανάκι στον Τάκη που άκουγε παρά δίπλα το διάλογο. Τώρα, σαν κεραυνός συνειδητοποιεί τη μαλακία που έκανε με το στραβάδι, αλλά είναι αργά.

– Για πες, ποιοι έχουν; Κάτσε λίγο να τα πείτε με τον αρχιφύλακα.

Το πιάνει ο υπάλληλος το κόλπο και δεν πρόκειται να το αφήσει. Τον Τάκη, τον ζώνουν τα φίδια, πέφτει μπροστά κάνοντας μία άσχετη ερώτηση φωνάζοντας μήπως σώσει τίποτα κερδίζοντας λίγο χρόνο, αλλά ο Σάμαρης ήδη έχει ξεκινήσει

– Στο 23 και στο 25, και άλλοι, αλλά δεν πρόσεξα τα κελιά.

– Έτσι ε; Εντάξει, κάντηνε τώρα και το βραδάκι θα τα κανονίσεις με τον αρχιφύλακα.

Τον σβερκώνει ο Τάκης και δυο τρεις άλλοι που ψυλιάστηκαν τι παίζει, τον τραβάνε μέσα, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει. Έρευνα στο 23 και στο 25, ο κρατούμενος του 25 πρόλαβε να το καταχωνιάσει, αλλά στο 23 την πάτησε. Πειθαρχικό και 6 μήνες στέρηση.

Ο Σάμαρης, με το ζόρι γλύτωσε τις φάπες λόγω βλακείας. Πήγε να του βγει το όνομα, αλλά ο Τάκης το πήρε πάνω του, εξήγησε τη μαλακία που έκανε, έφαγε βέβαια κάποιες φωνές, τον στραβοκοιτάζουν μερικοί από τότε αλλά, λόγω του ότι όλοι ξέρουν ότι είναι ευθύς και πάει κόντρα πολλές φορές στην υπηρεσία, χωρίς να λογαριάσει κόστος, δεν του βγήκε το όνομα.

Επαγγελματική αποκατάσταση

 Γαδά, 7ος όροφος, λίγες σφαλιάρες, την είχαν ήδη όμως “δέσει την υπόθεση” οι μπάτσοι, δεν χρειάστηκε να ομολογήσει και γραμμή για τον Κορυδαλλό, 12 μηνη προφυλάκιση είπε η εισαγγελέας.

Εργατόπαιδο ο Αρμπέν, φτώχεια μαύρη, Αλβανός γεννημένος στην Αθήνα με τους γονείς του και τους δύο στην Αλβανία.  Με δυσκολία, πριν κανά εξάμηνο έβγαλε δίπλωμα Β κατηγορίας μήπως κάνει κανένα μεροκάματο με περισσότερα λεφτά από τα ψίχουλα που έβγαζε κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Έπιασε δουλειά, ως οδηγός σε έναν λαχανέμπορο. Τρεις κι εξήντα, 10-12 ώρες τιμόνι, φόρτωμα, ξεφόρτωμα. Ε! δεν ήθελε και πολύ, δόλωμα τα εύκολα λεφτά … και νά ‘σου τον τώρα στην κλούβα στριμωγμένος για τον Κορυδαλλό.

Απέναντί του, στην κλούβα ο Θανάσης, έχει χάσει το λογαριασμό πόσες φορές έχει κάνει τη συγκεκριμένη διαδρομή και φαίνεται να μην τον πολυνοιάζει. Βετεράνος των φυλακών, τις έχει φάει με το κουτάλι. Δε βαριέσαι. Πιάνουν την κουβέντα, του λέει τα καθέκαστα ο Αρμπέν, ότι φοβάται, ότι δεν έχει κανέναν να του σταθεί, πώς θα τη βγάλει κτλ.

– Λοιπόν, μάγκα, μη μασάς, έχεις δίπλωμα, εκεί που θα πας να ζητήσεις να γίνεις οδηγός. Όσοι μπαίνουμε, κάνουμε τις δουλειές που ξέρουμε. Άλλος μπογιατζής, άλλος μάγειρας, άλλος ηλεκτρολόγος. Ε, εσένα θα σε κάνουν οδηγό.

Αυτό που άρεσε περισσότερο στον Αρμπέν και δεν το ήξερε ήταν ότι με τη δουλειά μειώνεται και η ποινή που πρέπει να βγάλει.

– Θα πιάσεις δουλειά οδηγός στο σκουπιδιάρικο της φυλακής. Θα μειώσεις την ποινή, θα βγαίνεις και τις βόλτες σου, έξω μέχρι τη χωματερή του Σχιστού. Να ξεφεύγει λίγο και το μυαλό σου, του λέει ο Θανάσης.

Πηγαίνει λοιπόν στον Κορυδαλλό ο Αρμπέν και με τα πολλά αρχίζει να ψάχνεται για οδηγός στο σκουπιδιάρικο. Το είπε σε όλους όσους συναντούσε. Οι παλιότεροι τον άρχισαν στο δούλεμα.

– Ρε Αρμπέν, έλα πάρε τον σκουπιδοντενεκέ καμιά βόλτα να μαθαίνεις.

Ε, δεν άργησε να δουλέψει το μυαλό του. Γέλασε. Αργότερα θα έκανε κι ο ίδιος τέτοιες πλάκες στους νέους.  Επειδή τον πείραξε πάρα πολύ και τον δούλευαν για καιρό.

Όταν κατά τύχη σε μια μεταγωγή και πάλι ξανασυνάντησε τον Θανάση,  τις έφαγε τις σφαλιάρες του.

«Φλορίτα σε αγαπώ»

 Απογευματάκι, στο άνοιγμα της φυλακής, έρχεται ο Παναγιώτης στο κελί του Λευτέρη, φτιαγμένος να μιλήσει για την Φλορίτα του.  Τσιγγανόπουλα, από τον Πύργο 24 χρονών -μάλλον- και οι δύο. Εφτά μήνες μέσα και ο έρωτας για την παιχνιδιάρα και πάντα χαμογελαστή Φλορίτα έχει φουντώσει στα στήθια του Παναγιώτη.  Δεν πρόλαβε να την παντρευτεί, το είχε κανονίσει αλλά περίμενε να γίνει 16 πρώτα. Άσε που σκέφτεται ότι αν φάει 5-6 χρόνια μέσα, παίζει να του τη φάει ο μαλάκας ο Ζώης που τη λιγουρεύεται.

– Ρε μαλάκα, Λευτέρη, θα πεθάνω, διπλή φυλακή βγάζω, τη σκέφτομαι και τρελαίνομαι.

Ο Λευτέρης, χωρατατζής από τους λίγους, όλοι έχουν να το λένε, κοντός, στρογγυλοπρόσωπος, με κάτι μύες ασύμμετρους ως προς την κορμοστασιά του, λόγω της άρσης βαρών που κάνει. Αγαπητός σε όσους τον γνωρίζουν, αρκεί να μην πάρουν στα σοβαρά τα άπειρα ψέματα που λέει, έτσι, χωρίς λόγο. Ακούει, λοιπόν ο Λευτέρης και δείχνει να συμπονάει το φιλαράκο του.

– Λοιπόν, έχεις μελάνι ρε Λευτέρη πάω τώρα να χτυπήσω, να εδώ, στο στήθος, πάνω στην καρδιά, “Φλορίτασ΄αγαπώ”. Είδα τώρα που ερχόμουν, το Γιώργο που έχει βελόνα, ότι κάθεται. Ίσως, μου το χτυπήσει μια στιγμή.

Του Λευτέρη άστραψε το μάτι. Θα έστηνε καζούρα στον φιλαράκο του. Παίρνει λοιπόν την άλλη μέρα ένα κόκκινο στυλό, βάζει τον συγγελίτη του να του γράψει με το στυλό πάνω στο στήθος και βγαίνει να συναντήσει όπως κάθε μέρα τον Παναγιώτη. Χαρούμενος ο Παναγιώτης βγάζει τη μπλούζα και του δείχνει το τατού της αιώνιας αγάπης: “Φλορίτα σε αγαπώ”. Αμίλητος, σοβαρός ο Λευτέρης, βγάζει κι αυτός τη μπλούζα και πάνω στο στήθος, έχει γράψει με κόκκινα γράμματα: “Φλορίτα κι εγώ σε αγαπώ”. Κάγκελο ο Παναγιώτης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *